- πετσόκομμα
- τό1) разрезание на куски, кромсание; 2) резня, бойня; уничтожение, истребление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετσόκομμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πετσοκόβω, σφαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακομμάτιασμα — το [κατακομματιάζω] 1. ο κατακερματισμός, το πετσόκομμα 2. ο θρυμματισμός, ο τεμαχισμός … Dictionary of Greek
πελέκημα — το, ΝΜΑ [πελεκώ] κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι νεοελλ. 1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ 2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ 3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα β) εξόντωση, πετσόκομμα … Dictionary of Greek